- φιλοπλουτία
- ἡ, Α [φιλόπλουτος]η αγάπη για τον πλούτο («ὅσα τοῑς ἐρῶσι χρημάτων ὑπὸ τῆς φιλοπλουτίας ἐπιφύεται δεινά», Ιωάνν. Χρυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοπλουτία — φιλοπλουτίᾱ , φιλοπλουτία love of riches fem nom/voc/acc dual φιλοπλουτίᾱ , φιλοπλουτία love of riches fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλουτίᾳ — φιλοπλουτίαι , φιλοπλουτία love of riches fem nom/voc pl φιλοπλουτίᾱͅ , φιλοπλουτία love of riches fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλουτίας — φιλοπλουτίᾱς , φιλοπλουτία love of riches fem acc pl φιλοπλουτίᾱς , φιλοπλουτία love of riches fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλουτίαι — φιλοπλουτία love of riches fem nom/voc pl φιλοπλουτίᾱͅ , φιλοπλουτία love of riches fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπλουτίαν — φιλοπλουτίᾱν , φιλοπλουτία love of riches fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπλουτος — η, ο / φιλόπλουτος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσουν τα πλούτη, που επιδιώκει επίμονα να γίνει πλούσιος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοπλουτία* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπλουτον η φιλοπλουτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πλοῦτος (πρβλ … Dictionary of Greek